- μεταπλάττω
- (αόρ. μετέπλασα) см. μεταπλάθω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταπλάττω — (Α μεταπλάττω) (αττ. τ.) βλ. μεταπλάθω … Dictionary of Greek
μεταπλάττω — μεταπλάσσω mould differently pres subj act 1st sg (attic) μεταπλάσσω mould differently pres ind act 1st sg (attic) μεταπλάσσω mould differently pres subj act 1st sg (attic) μεταπλάσσω mould differently pres ind act 1st sg (attic) μεταπλάσσω ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπλάθω — και ματαπλάθω και μεταπλάττω και μεταπλάσσω (ΑΜ μεταπλάττω, Α και μεταπλάσσω, Μ μέσ. και μεταπλάζομαι) πλάθω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω ή μετασχηματίζω κάτι, μετατρέπω κάτι πλάθοντάς το («μηδέν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… … Dictionary of Greek
ՓՈԽԱՍՏԵՂԾԱԿԵՐՊԵՄ — ( ) NBH 2 0949 Chronological Sequence: Unknown date ՓՈԽԱՍՏԵՂԾԱԿԵՐՊԵԼ ՓՈԽԱՍՏԵՂԾԵԼ. Տ. ՓՈԽԱԿԵՐՊԵԼ. μεταπλάττω, μεταστοιχειούμαι transformo, transsubstantior. *Փոխակազմելով, եւ ճշմարտապէս ասել՝ փոխաստեղծակերպելով. Մաքս. եկեղ.: *Զի զմեղ ʼի նորոգումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՓՈԽԱՍՏԵՂԾԵՄ — ( ) NBH 2 0949 Chronological Sequence: Unknown date ՓՈԽԱՍՏԵՂԾԱԿԵՐՊԵԼ ՓՈԽԱՍՏԵՂԾԵԼ. Տ. ՓՈԽԱԿԵՐՊԵԼ. μεταπλάττω, μεταστοιχειούμαι transformo, transsubstantior. *Փոխակազմելով, եւ ճշմարտապէս ասել՝ փոխաստեղծակերպելով. Մաքս. եկեղ.: *Զի զմեղ ʼի նորոգումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)